- πρεβαντόριο
- και πρεβεντόριο, το, Νθεραπευτικό ίδρυμα για την προληπτική θεραπεία παιδιών και εφήβων που ήταν εκτεθειμένα σε μόλυνση από φυματίωση και παρουσιάζουν θετική δοκιμασία Μαντού.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. preventorium (κατά το sanatorium) < λατ. praeventus < praevenio «προλαμβάνω»].
Dictionary of Greek. 2013.